πεταχτάρι

πεταχτάρι
το, Ν
ερασιτεχνικό αλιευτικό δίχτυ, ελαφρότερο από την καθετή, που ρίχνεται στη θάλασσα από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετῶ) + κατάλ. -άρι (πρβλ. φυλαχτ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεταχτάρι — το ιού, αλιευτικό όργανο, πετονιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”